Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Σχετικά με την κατάργηση των Ειρηνοδικείων και την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας

Με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις», επιδιώκεται η επιτάχυνση στην απονομή πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, με ενοποίηση των δικαστών και των δικαστηρίων του 1ου βαθμού δικαιοδοσίας. Tο παρόν σύντομο σχόλιο αφορά στο κρισιολογούμενο νομοσχέδιο και όχι σε  λοιπές παρεμβάσεις που προτείνουμε για την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. 

  1.  Σύμφωνα με την παραδοχή της αιτιολογικής έκθεσης του σχεδίου νόμου, το 44% των δικαστών του πρώτου βαθμού (ειρηνοδίκες) επιλαμβάνεται με το 20% των διαφορών, ενώ το 56% των υπολοίπων δικαστών του ιδίου βαθμού (πρωτοδίκες), με το 80% των υποθέσεων. Η ανισορροπία είναι προφανής και τα μέσα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την διόρθωσή της είναι είτε η  ανακατανομή των αρμοδιοτήτων είτε η ανακατανομή των δικαστών.
  2. Η διόρθωση με ανακατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των υφιστάμενων δικαστηρίων θα μπορούσε να επιχειρηθεί για ακόμη μία φορά, με περαιτέρω αύξηση της υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων π.χ. μέχρι 30.000€. Κατά τη γνώμη μας, δεν είναι σκόπιμη η διατήρηση ενός συστήματος υπαγωγής υποθέσεων  ίδιας διαδικασίας σε διαφορετικά δικαστήρια με κριτήριο την αξία του αντικειμένου της διαφοράς. Άλλωστε τέτοιες παρεμβάσεις έχουν ξαναδοκιμαστεί στο παρελθόν, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα και επιπλέον, οι υποδομές των περισσότερων Ειρηνοδικείων, δεν είναι επαρκείς για την εκδίκαση περισσότερων υποθέσεων.
  3.  Το κρισιολογούμενο σχέδιο νόμου προκρίνει την ανακατανομή των δικαστών του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας κατόπιν ενοποίησης των ειρηνοδικών και των Ειρηνοδικείων, με τους πρωτοδίκες και τα Πρωτοδικεία.  Ως γνωστόν, τα Ειρηνοδικεία θεσπίστηκαν προς διευκόλυνση επίλυσης ορισμένων διαφορών χαμηλότερου ποσού υλικής αρμοδιότητας, μικρότερης πολυπλοκότητας και τοπικού χαρακτήρα. Ανταποκρίνονταν στην  τάση αποκέντρωσης προς εξυπηρέτηση των αναγκών  τοπικών κοινοτήτων, απομονωμένων περιοχών και των δυσκολιών μετακίνησης. Όμως οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί σημαντικά από τότε και οι ανάγκες αυτές έχουν, ως επί το πλείστον, εκλείψει.
  4. Η δυνατότητα κατάργησης των Ειρηνοδικείων και ενοποίησης αυτών με τα Πρωτοδικεία με αντίστοιχη αναβάθμιση του υπηρεσιακού καθεστώτος των ειρηνοδικών ύστερα από υπηρεσιακή αξιολόγηση και κρίση, προβλέπεται ρητά σε ερμηνευτική δήλωση του αρθ. 88 του Συντάγματος. Για το ζήτημα έχουν γνωμοδοτήσει θετικά, έγκριτοι καθηγητές και δικαστές ενώ το σχέδιο νόμου προβλέπει ειδική επετηρίδα και εχέγγυα αξιολόγησης.  Ως προς την κατάρτιση των ειρηνοδικών δεν έχουμε επιφυλάξεις: ¨εχουμε συναντήσει ειρηνοδίκες που βάσει των επιδόσεών τους στις εξετάσεις και των αποφάσεών τους, θα μπορούσαν με άνεση να ήσαν πρωτοδίκες, όπως και πρωτοδίκες που καθυστερούν την έκδοση αποφάσεων που συζητήθηκαν ερήμην του ενάγοντα ή του εναγομένου!  Συνεπώς, μετά από μια περίοδο μελέτης και προσαρμογής, θεωρούμε ότι οι ειρηνοδίκες θα ανταποκριθούν στα νέα αντικείμενα, ρυθμούς εργασίας και νέα εργασιακά περιβάλλοντα.
  5. Δύο σημεία του νέου νομοσχεδίου προκαλούν ερωτηματικά: α) Η επάρκεια ή μη των υποδομών των περιφερειακών εδρών των πρωτοδικείων να εξυπηρετήσουν με πληρότητα τις ανάγκες των υπαγόμενων σε αυτά περιοχών. Λαμβανομένου υπόψη ότι στις περιφερειακές έδρες θα υπάγονται όλες οι πολιτικές και ποινικές δίκες μονομελούς σύνθεσης, οι κρινόμενες σε αυτές διαφορές, θα είναι τριπλάσιες από αυτές που υπάγονταν στα καταργούμενα Ειρηνοδικεία που στεγάζονταν στις νέες περιφερειακές έδρες των Πρωτοδικείων.  β) Λαμβανομένου υπόψη ότι οι πρώην ειρηνοδίκες που απασχολούνταν στα καταργούμενα Ειρηνοδικεία, μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται στις νέες περιφερειακές έδρες των Πρωτοδικείων και δεν μετατίθενται παρά μόνον κατόπιν αίτησής τους (πλην αναγκαστικών μεταθέσεων για βαριά πειθαρχικά παραπτώματα), το αμετάθετο των δικαστών των νέων περιφερειακών εδρών δημιουργεί συνθήκες «τοπικού παράγοντα» που θα μπορούσαν να πειράσουν την αμεροληψία των δικαστών.

   Γεώργιος Κων. Σάμπαλος, Δικηγόρος ΑΠ / ΣτΕ, ΕΚΠΑ, LLM (Edin), Med/Arb (CEDR) 


Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Επίταξη ακινήτου: «Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού ...»

 Μετά από πολλά έτη μη συντελεσμένης ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης και κατόπιν δικαστικής άρσεως αυτής για ορισμένα ακίνητα της ίδιας πολεοδομικής Ενότητας, η Διοίκηση επιχείρησε να καταλάβει τα βαρυνόμενα ακίνητα με το προσωρινό μέτρο της επίταξης. Επειδή όπως λέγει το σοφό ρητό, «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», οι ιδιοκτήτες των θιγόμενων ακινήτων σκέφτηκαν ότι η Διοίκηση, χρησιμοποιώντας το ταχύ και ολιγοέξοδο μέσο της επίταξης, θα καταλάβει τα βαρυνόμενα γεωτεμάχια για άλλα τόσα έτη, χωρίς πλήρη και οριστική αποζημίωση των ιδιοκτητών, ματαιώνοντας συγχρόνως, την δυνατότητα αυτών να αιτηθούν και πετύχουν την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου.
Στο πλαίσιο της εκπροσώπησης και υποστήριξης των ιδιοκτητών αυτών, ασκήσαμε αιτήσεις ακύρωσης και αντίστοιχες αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης, οι οποίες έγιναν δεκτές με τις ΣτΕ (ΣΤ) 2711, 2712, 2713 και 2714 / 2022 αποφάσεις του έκτου τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ειδικότερα κρίθηκε ότι κατ’ αρθ. 18§3 του Συντάγματος και του άρθρου 5 §2-3 του ν. 1838/1951, σε συνδυασμό με την φύση της επιτάξεως που αποτελεί βάρος της ιδιοκτησίας, προκύπτει ότι το μέτρο αυτό συγχωρείται μόνον για θεραπεία άμεσης κοινωνικής ανάγκης υπό την προϋπόθεση ότι αυτή είναι έκτακτη, επείγουσα και πρόσκαιρη, και όχι όταν πρόκειται για ανάγκη μόνιμη, δυναμένη να θεραπευθεί με αναγκαστική απαλλοτρίωση κατ' άρθρο 17 του Συντάγματος. Κατ εξαίρεση του παραπάνω κανόνα, επιτρέπεται να επιβληθεί επίταξη και για άμεση και επιτακτική εξυπηρέτηση μόνιμης ανάγκης, διότι η εν λόγω ανάγκη προσλαμβάνει, για το απαιτούμενο έως την οριστική αντιμετώπισή της διάστημα, χαρακτήρα έκτακτο και πρόσκαιρο, που δικαιολογεί την προσωρινή κατάληψη της ιδιοκτησίας με το μέτρο της επιτάξεως. Σε όλες τις περιπτώσεις η επίταξη δεν μπορεί να διατηρείται πέραν του ευλόγου κατά τις περιστάσεις χρόνου για να αντιμετωπισθεί, κατά τρόπο οριστικό η θεραπεία της ανάγκης που εξυπηρετείται με αυτήν (ΣτΕ 3455-6/1998 Ολομ., 2640/2000 επταμ., 1948/2001, 1094/2005, 2750/2006, 1485, 1488, 2385/2009, 421/2012, 2263/2017, 361, 802/2018, 1527/2020).
Παρά τη διασταλτική ως άνω ερνηνεία της 18§3 του Συντάγματος και του νόμου, στην προκειμένη περίπτωση κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπ. Υποδομών και Μεταφορών και η συμπροσβαλλόμενη της Περιφέρειας Αττικής, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις νομιμότητας αφού η αναφερόμενη σε αυτές ανάγκη δεν δικαιολογεί την επιβληθείσα επίταξη ούτε αιτιολογείται η σύνδεση της ανάγκης αυτής με τα επιτασσόμενα τμήματα τα οποία κατά το μη εφαρμοσθέν, πεπαλαιωμένο και ανεπίκαιρο ρυμοτομικό σχέδιο, προορίζονταν για κοινόχρηστους χώρους. 

Γεώργιος Κων. Σάμπαλος, Δικηγόρος ΑΠ / ΣτΕ, ΕΚΠΑ, LLM (Edin), Med/Arb (CEDR)

Ακολουθεί η η ΣτΕ (ΣΤ) 2711/2022.   Απολύτως συναφείς οι ΣτΕ (ΣΤ) 2712, 2713 και 2714 /2022.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Φορολογία ακινήτων: Δήλωση αποζημιώσεων covid από εκμισθωτές;

 Τελευταίες ημέρες Αυγούστου και τελευταίες ημέρες για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων. Ως γνωστόν, στο πλαίσιο των νομοθετικών μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας COVID 19, το Δημόσιο κατέβαλε σειρά αποζημιώσεων στους εκμισθωτές ακινήτων, λόγω της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων / αναστολής των συμβάσεων εργασίας των μισθωτών τους1.

Σύμφωνα με τη σχετική νομοθετική πρόβλεψη, τα ποσά των αποζημιώσεων αυτών δεν εμπίπτουν σε καμία κατηγορία εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε οποιονδήποτε φόρο, τέλος, εισφορά ή άλλη κράτηση υπέρ του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43A του ν. 4172/2013 κατά περίπτωση. Είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων κατά παρέκκλιση κάθε άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη προς το Δημόσιο κλπ. 
 Συνεπώς, τα ποσά που καταβλήθηκαν από το κράτος στους εκμισθωτές ακινήτων για τέτοιες αποζημιώσεις δεν αποτελούν εισόδημα και δεν δηλώνονται ως τέτοιο στην ετήσια δήλωση Φορολογίας εισοδήματος 2022, ούτε στο έντυπο Ε1 ούτε στο έντυπο Ε2 (αναλυτικής κατάστασης για τα μισθώματα ακίνητης περιουσίας).
Αναλυτικά στην Α.1034/2022 της Α.Α.Δ.Ε. , ΦΕΚ Β' 1098/11-03-2022 «Τύπος και περιεχόμενο δηλώσεων φορολογικού έτους 2021, των λοιπών εντύπων και των δικαιολογητικών εγγράφων που συνυποβάλλονται με αυτή. Τύπος και περιεχόμενο της πράξης διοικητικού/διορθωτικού προσδιορισμού φόρου φορολογικών ετών 2021 και εφεξής για φορολογούμενους που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 5Β του ν. 4172/2013 (Α' 167), όπως τροποποιήθηκε με την Α.1042/29.3.2022 και την Α.1111/11.08.2022.»

  Γεώργιος Κων. Σάμπαλος, Δικηγόρος (ΑΠ) LLM (Edin), Med/Arb (CEDR)

1Ενδεικτικά, ΓΔΟΥ 14/2022 (ΦΕΚ Β 1047/09-03-2022), ΓΔΟΥ 1056/2021 (ΦΕΚ Β 5423/22-11-2021), ΓΔΟΥ 872/2021 (ΦΕΚ Β' 3921/25-08-2021), ΓΔΟΥ 809 /2021 (ΦΕΚ 3274/Β/23-07-2021), ΓΔΟΥ 615 /2021 (ΦΕΚ 2830/Β/30-06-2021), E. 2139 /06-07-2021, Ε. 2123 /11-06-2021, A. 1131 /11-06-2021 (Τροπ. της Α. 1228/2020), ΓΔΟΥ 500 /2021 (ΦΕΚ 2255/Β/26-05-2021), ΓΔΟΥ 400 /2021 (ΦΕΚ 1613/Β/20-04-2021), Α. 1059 /19-03-2021 (Τροπ. της Α. 1228/2020) , Α. 1058 /19-03-2021, Α. 1057 /18-03-2021, Α. 1053 /12-03-2021 (Τροπ. της Α. 1193/2020), Ε. 2060 /18-03-2021, Ε. 2059 /10-03-2021, Α. 1043 /01-03-2021, A. 1040 /27-02-2021(Τροπ. της Α. 1025/2021), Α. 1030 /18-02-2021, Α. 1019 /29-01-2021, Α. 1003 /11-01-2021, Α. 1301 /31-12-2020, Α. 1264 /04-12-2020, E. 2184 /19-11-2020, Α. 1230 /20-10-2020, Α. 1228 /14-10-2020, A. 1209 /23-09-2020, Ε. 2141 /27-08-2020, Α. 1193 /24-08-2020, Α. 1192 /21-08-2020.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Κινητικότητα στη δημόσια διοίκηση (1): Απόσπαση υπαλλήλων (με έμφαση στους εργαζομένους στο Εθνικό Σύστημα Υγείας)

  1. Απόσπαση είναι η απομάκρυνση του υπαλλήλου για ορισμένο χρονικό δ ιάστημα από την υπηρεσία στην οποία ανήκει η οργανική θέση που κατέχει και η ανάθεση σε αυτόν, καθηκόντων σε άλλη υπηρεσία.

    Διενεργείται για την κάλυψη επειγουσών υπηρεσιακών αναγκών προσωρινού χαρακτήρα, και αφορά την άσκηση καθηκόντων κλάδου για τον οποίο ο υπάλληλος διαθέτει τα απαιτούμενα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση την οποία ανήκει οργανικά.i Σε αντίθεση προς τη μετάταξη, η απόσπαση αποτελεί μετακίνηση εξαιρετικού και προσωρινού χαρακτήρα προς κάλυψη αποδεδειγμένων, σοβαρών και επειγουσών υπηρεσιακών αναγκώνii.

  2. Οι αποσπάσεις πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων, μονίμων και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που υπηρετούν σε υπηρεσίες, κεντρικές και περιφερειακές, του Δημοσίου, των Ανεξάρτητων Αρχών, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) α΄ και β΄ βαθμού και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), καθώς και των Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), εφόσον ανήκουν στη Γενική Κυβέρνηση όπως εκάστοτε οριοθετείται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης όπως και των αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ), ανεξαρτήτως του φορέα στον οποίο ανήκει η οργανική τους θέση, υπάγονται στις ρυθμίσεις του ν.4440/ΦΕΚ Α 224/2.12.2016 «Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση ...» (ΕΣΚ).

  3. Ειδικότερα, οι αποσπάσεις του πολιτικού διοικητικού προσωπικού του κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διέπονται από το άρθρο 68 του ν. 3528/2007 (Υπαλληλικού Κώδικα), όπως αντικαταστάθηκε με το αρθ. 12 ν.4440/ΦΕΚ Α 224/2.12.2016 «Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση ...» (ΕΣΚ): «3. Επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλου από μία αρχή σε άλλη του ίδιου Υπουργείου ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που εποπτεύεται από τον οικείο Υπουργό, αντιστρόφως και μεταξύ αυτών, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διαδικασίες στο πλαίσιο της ενδοϋπουργικής κινητικότητας. 4. Η απόφαση απόσπασης εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των σχετικών αιτήσεων. 5. Η διάρκεια των ανωτέρω αποσπάσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος συνολικά. Με πρωτοβουλία της υπηρεσίας υποδοχής και συναίνεση του υπαλλήλου είναι δυνατή η παράτασή της για τρεις (3) μήνες. Κατ' εξαίρεση η απόσπαση σε υπηρεσία απομακρυσμένης -παραμεθόριας περιοχής δύναται να παραταθεί κατά ένα (1) έτος. 6. Η απόσπαση παύει αυτοδικαίως, όταν λήξει το χρονικό όριο της παραγράφου 5. Ο υπάλληλος με τη λήξη της απόσπασης επανέρχεται υποχρεωτικά στη θέση του χωρίς άλλη διατύπωση. Αν εκκρεμεί αίτημα μετάταξης του αποσπασμένου υπαλλήλου στον ίδιο φορέα, η απόσπαση παρατείνεται μέχρι τη δημοσίευση της πράξης μετάταξης και πάντως όχι πέραν των τριών (3) μηνών από τη λήξη της απόσπασης.. »

  4. Οι παραπάνω διατάξεις έχουν διευρυμένο πεδίο εφαρμογής αφού σύμφωνα με το αρθ. 2. §2 του Υπαλληλικού Κώδικα, στις διατάξεις αυτού υπάγονται και υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές διατάξεις, καθώς και οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές γι΄ αυτούς διατάξεις. Ενδεικτικά, για τις αποσπάσεις εκπαιδευτικών γίνεται ειδική αναφορά στον ν. 4692/2020 ΦΕΚ Α΄ 111 / 12.6.2020 «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις»iii. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους στον ν. 4798/2021 ΦΕΚ A 68 – 24.04.2021, (Κώδικας δικαστικών υπαλλήλων). Για το ειδικό επιστημονικό προσωπικό στις συνταγματικά κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές και στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, στο  αρθ.2 παρ.4 ν. 4440/2016  iv κ.ο.κ.

  5. Για τις αποσπάσεις προσωπικού των Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Φ.Π.Υ.Υ.Κ.Α.), εφαρμόζεται το αρθ. 24 ν. 3588/2007 όπως τροποποιήθηκε με την παρ.21 άρθρου 9 Ν.3868/2010, ΦΕΚ Α 129/3.8.2010,με το άρθρο 56 παρ.9 του Ν.4075/2012 (ΦΕΚ Α 89/11.4.2012), με το άρθρο 49 Ν.4272/2014,ΦΕΚ Α 145,με το άρθρο 20 παρ. Α Ν.4302/2014,ΦΕΚ Α 225/8.10.2014 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ.5 Ν.4351/2015, ΦΕΚ Α 164/4.12.2015: «Οι μετατάξεις και αποσπάσεις του προσωπικού, των Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Φ.Π.Υ.Υ.Κ.Α.), που βρίσκονται στην ίδια Υγειονομική Περιφέρεια, γίνονται με αποφάσεις του Διοικητή της Υγειονομικής Περιφέρειας. Οι μετατάξεις και αποσπάσεις του προσωπικού, πλην του ιατρικού, των Φ.Π.Υ.Υ.Κ.Α. μιας Υγειονομικής Περιφέρειας σε Φ.Π.Υ.Υ.Κ.Α. άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας γίνονται με κοινή απόφαση των Διοικητών των αντίστοιχων Υγειονομικών Περιφερειών, μετά από γνώμη των αρμόδιων συλλογικών οργάνων. Σε περίπτωση διαφωνίας των δύο Διοικητών, αυτές μπορούν να γίνουν μόνο με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Ο Διοικητής της Υγειονομικής Περιφέρειας μπορεί με αποφάσεις του να μετακινεί ιατρικό, επιστημονικό μη ιατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό, τεχνικό και λοιπό προσωπικό των Φ.Π.Υ.Υ.Κ.Α. της Περιφέρειας του για κάλυψη εφημέριων ή άλλων αναγκών για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών «που μπορεί να ανανεώνεται για ακόμα τρεις (3) μήνες, μέσα στο ίδιο έτος. Ομοίως οι Διοικητές των Υ.ΠΕ. μπορούν με κοινές αποφάσεις τους να μετακινούν μεταξύ των Υγειονομικών Περιφερειών τους ιατρικό, επιστημονικό μη ιατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό, τεχνικό και λοιπό προσωπικό των Φ.Π.Υ.Υ.Κ.Α. και των Υγειονομικών Περιφερειών τους για κάλυψη εφημεριών ή άλλων αναγκών για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών, που μπορεί να ανανεώνεται για ακόμα τρεις (3) μήνες, μέσα στο ίδιο έτος. Με απόφαση του Διοικητή της οικείας Υγειονομικής Περιφέρειας (Υ.Πε.), δύνανται να ανανεωθούν οι τρίμηνες μετακινήσεις, πάσης φύσεως προσωπικού, του προηγούμενου εδαφίου, έως τις 31.12.2014. Η ανανέωση αφορά σε νοσοκομεία της ίδιας Υγειονομικής Περιφέρειας. Για τις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας και τα Ν.Π.Δ.Δ. Ε.Κ.Κ.Α., Ε.Ι.Κ. και Κ.Ε.Α.Τ. η μετακίνηση του προσωπικού σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και η μισθοδοσία τους για το διάστημα της μετακίνησης τους βαρύνει την οργανική τους θέση. Η ισχύς της παρούσας άρχεται την 1.7.2012. Οι μετακινήσεις του πάσης φύσεως προσωπικού των Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας μεταξύ των Υγειονομικών Περιφερειών, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί με αποφάσεις των οικείων Διοικητών Υ.Πε. βάσει των ανωτέρω και οι οποίες έχουν λήξει από 1.5.2015 και μετά, παρατείνονται αυτοδικαίως μέχρι τις 31.12.2015.»

  6. Οι αποσπάσεις των ιατρών Ε.Σ.Υ. διέπονται από το αρθ. 75 του ν.2071/1992, ΦΕΚ Α 123/1992 και την Α2α/Γ.Π.οικ.22407 / 2016 ΦΕΚ:Β΄ 794/ 2016 απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή υπουργού Υγείας. Με το αρθ 75 ν.2071/1992 όπως όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του ν.4368/2016 (ΦΕΚ Α΄21/21.2.2016) και ισχύει :

    «Οι ιατροί κλάδου Ε.Σ.Υ. μπορούν να αποσπώνται, για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών σε Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, Περιφερειακά Ιατρεία, Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία και Αποκεντρωμένες Μονάδες Υγείας, εντός της ίδιας ΔΥ.Πε. με απόφαση του Διοικητή της ΔΥ.Πε. ή σε άλλη Υγειονομική Περιφέρεια με κοινές αποφάσεις των Διοικητών των οικείων Υ.Πε. , για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών συνολικά ανά θητεία. Σε περίπτωση διαφωνίας των δυο Διοικητών, η απόσπαση γίνεται μόνο με απόφαση του Υπουργού Υγείας. Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται και δεν μπορούν να αποσπώνται οι ιατροί-μητέρες με παιδιά κάτω των έξι (6) ετών.

    Με απόφαση του Διοικητή της Υ.Πε. ή με κοινή απόφαση των Διοικητών των Υ.Πε., κατόπιν εισήγησης του Δ.Σ. του Νοσοκομείου στο οποίο κατέχει θέση αλλά και του Νοσοκομείου στο οποίο αποσπάται, μπορεί να παρατείνεται για ακόμη ένα (1) έτος η απόσπαση, εφόσον ο ενδιαφερόμενος συναινεί.

    Κατ' εξαίρεση, οι ιατροί Ε.Σ.Υ. μπορούν να αποσπώνται μετά από αίτησή τους, για λόγους υγείας, εντός της ίδιας Υγειονομικής Περιφέρειας με απόφαση του Διοικητή της οικείας Υ.Πε. ή σε άλλη Υγειονομική Περιφέρεια με κοινές αποφάσεις των Διοικητών των οικείων Υ.Πε., για χρονικό διάστημα όχι άνω των τριών (3) ετών.

    Με υπουργική απόφαση δύνανται να καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και κάθε περαιτέρω λεπτομέρεια για τη διαδικασία της απόσπασης του ιατρικού προσωπικού και της μετακίνησής του.»

  7. Περαιτέρω, με την ΥΑ Α2α/Γ.Π.οικ.22407/ 2016 ΦΕΚ Β 794/ 23.3.2016 απόφαση του Υπουργού και του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, με τίτλο «Διαδικασία και όροι μετακίνησης και απόσπασης ιατρικού προσωπικού» ρυθμίζονται ειδικότερα τα ζητήματα απόσπασης ειδικευμένων ιατρών κλάδου Ε.Σ.Υ. ως ακολούθως:

    Άρθρο 1: Προϋποθέσεις και διαδικασία απόσπασης ειδικευμένων ιατρών κλάδου Ε.Σ.Υ.

    α. Οι ειδικευμένοι ιατροί κλάδου Ε.Σ.Υ μπορούν να αποσπώνται για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών για χρονικό διάστημα έως έξι (6) μήνες συνολικά ανά θητεία, σε Νοσοκομεία, Κέντρα Υγείας, Περιφερειακά Ιατρεία, Πολυδύναμα Περιφερειακά Ιατρεία και Αποκεντρωμένες Μονάδες Υγείας (στο εξής θα αποκαλούνται φορείς παροχής υπηρεσιών υγείας) της ίδιας ή άλλης Δ.Υ.Πε. Για τις αποσπάσεις μεταξύ φορέων παροχής υπηρεσιών υγείας της ίδιας Δ.Υ.Πε. εκδίδεται απόφαση του Διοικητή της Δ.Υ.Πε. ενώ για τις αποσπάσεις μεταξύ φορέων παροχής υπηρεσιών διαφορετικών Δ.Υ.Πε, εκδίδεται κοινή απόφαση των δυο Διοικητών.

    β. Ο Διοικητής του Νοσοκομείου, μετά από εισήγηση του Διευθυντή Ιατρικής Υπηρεσίας, υποβάλλει στη Δ.Υ.Πε. αίτημα κάλυψης υπηρεσιακών αναγκών με απόσπαση ειδικευμένου ιατρού κλάδου Ε.Σ.Υ.. Με απόφαση του Διοικητή της Υ.Πε. αποσπάται ιατρός που υπηρετεί σε φορέα της οικείας Δ.Υ.Πε. για την κάλυψη της εν λόγω υπηρεσιακής ανάγκης. Ο Διοικητής της Υ.Πε. απευθύνει αίτημα στις υπόλοιπες Δ.Υ.Πε. σε περίπτωση που δεν υπάρχει η δυνατότητα κάλυψης της εν λόγω υπηρεσιακής ανάγκης από ιατρό που υπηρετεί σε φορέα αρμοδιότητάς του. Με κοινή απόφαση των Διοικητών των δυο εμπλεκόμενων Υ.Πε. αποσπάται ιατρός για την κάλυψη της εν λόγω υπηρεσιακής ανάγκης.

    γ. Σε περίπτωση που οι Διοικητές των εμπλεκόμενων Δ.Υ.Πε, διαφωνούν με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η κάλυψη της υπηρεσιακής ανάγκης, για την απόσπαση αποφασίζει ο Υπουργός Υγείας. Στην περίπτωση αυτή διαβιβάζονται στο Υπουργείο Υγείας πλήρως αιτιολογημένες εκθέσεις των Διοικητών των οικείων Υ.Πε., θετικές ή/και αρνητικές, στις οποίες αναγράφεται επιπλέον, αναλυτικά το σύνολο των ιατρών κλάδου Ε.Σ.Υ. και των επικουρικών της συγκεκριμένης ειδικότητας που υπηρετεί στους φορείς αρμοδιότητας της κάθε Δ.Υ.Πε., αφαιρουμένων όσων απουσιάζουν για οποιονδήποτε λόγο (μακροχρόνια αναρρωτική άδεια, άδεια άνευ αποδοχών, εκπαιδευτική άδεια κ.α). Αιτήματα αποσπάσεων τα οποία δεν θα συνοδεύονται από τις ανωτέρω αναφερόμενες αιτιολογικές εκθέσεις, επιστρέφονται χωρίς να εξετάζονται.

    δ. Η ανωτέρω απόσπαση μπορεί να παρατείνεται για ακόμη ένα (1) έτος, εφόσον ο ενδιαφερόμενος συναινεί, μετά από απόφαση του Διοικητή της Υ.Πε. ή κοινή απόφαση των Διοικητών των Υ.Πε. και εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του νοσοκομείου στο οποίο ο ιατρός κατέχει οργανική θέση αλλά και του νοσοκομείου στο οποίο αποσπάται. ε. Από τις ανωτέρω διατάξεις εξαιρούνται οι μητέρες ιατροί με παιδιά κάτω των έξι (6) ετών, οι οποίες μπορούν να αποσπώνται μόνον μετά από δική τους αίτηση στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις.

    Άρθρο: 2: Προϋποθέσεις και διαδικασία απόσπασης ειδικευμένων ιατρών κλάδου Ε.Σ.Υ. για λόγους υγείας. Κατ' εξαίρεση των ανωτέρω διατάξεων, ιατρός κλάδου Ε.Σ.Υ., μετά από σχετική αίτησή του, δύναται να αποσπάται, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών (3) ετών, για λόγους υγείας, οι οποίοι θα προκύπτουν μετά από σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις, του ιδίου του/της συζύγου ή των τέκνων του/της. Η απόσπαση εντός της ίδιας Υγειονομικής Περιφέρειας, διενεργείται με απόφαση του Διοικητή της οικείας Υ.Πε., ή με κοινή απόφαση των Διοικητών των οικείων Υ.Πε. όταν πρόκειται για άλλη Υγειονομική Περιφέρεια. Ιατροί κλάδου Ε.Σ.Υ., οι οποίοι κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4368/2016 (Α' 21) είναι αποσπασμένοι, παραμένουν στις θέσεις τους έως τη λήξη της απόσπασής τους.

    Αρθρο 3: Διαδικασία μετακίνησης ειδικευμένων ιατρών κλάδου Ε.Σ.Υ. που υπηρετούν σε αποκεντρωμένες μονάδες των ΔΥ.Π.ε.

    Ειδικευμένοι ιατροί κλάδου Ε.Σ.Υ., που υπηρετούν σε αποκεντρωμένες μονάδες των ΔΥ.Π.ε. (μονάδες υγείας ΠΕΔΥ) δύνανται κατόπιν αιτήσεώς τους να μετακινούνται, με απόφαση του Διοικητή της οικείας ΔΥ.Π.ε. σε άλλη αποκεντρωμένη μονάδα της ίδιας Υγειονομικής Περιφέρειας για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους που μπορεί να ανανεώνεται.»

  8. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η απόσπαση ιατρού του Ε.Σ.Υ. είναι δυνατή για χρονικό διάστημα μέχρι έξι (6) μηνών προς κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών και μέχρι τριών (3) ετών για λόγους υγείας του ενδιαφερόμενου ιατρού, χωρίς ν’ αποκλείεται νέα απόσπαση ή παράταση της προηγούμενης. Κατ’ αναλογική εφαρμογή του αρθ. 68 § 5 του Υπαλληλικού Κώδικα, με τη λήξη της διάρκειας απόσπασης και των τυχόν παρατάσεων αυτής, ο ιατρός επανέρχεται υποχρεωτικώς στην προ της αποσπάσεως θέση του, χωρίς άλλη διατύπωση. Λόγω των ειδικών διατάξεων που διέπουν τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. και της φύσεως των καθηκόντων τους, οι αποσπάσεις αυτών δεν υπάγονται ευθέως στις ρυθμίσεις του ν.4440 / ΦΕΚ Α΄ 224 /2.12.2016 «Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας στη Δημόσια Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση ...» (ΕΣΚ) και οι σχετικές διατάξεις μπορούν να ιδωθούν ως ένα πλαίσιο αρχών που διέπουν τη δράση του Δημοσίου απέναντι σε κάθε εργαζόμενο και λειτουργό αυτού όπως οι ιατροί του Ε.Σ.Υ.

       Γεώργιος Κων. Σάμπαλος, Δικηγόρος ΑΠ  / ΣτΕ,  ΕΚΠΑ, LLM (Edin), Med/Arb (CEDR)

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2021

ΑΠ (Πλ.Ολομ.) 10/ 2015: 5 έτη μετά

Πέρασαν πέντε έτη από την ΑΠ (Πλ.Ολομ) 10/2015. Είχα τη χαρά, το προνόμιο αλλά και το καθήκον να παρασταθώ στην πλήρη Ολομέλεια και να υποστηρίξω την άποψη υπέρ της οποίας αυτή τάχθηκε.

Η επίδραση της απόφασης στην θεωρία και τη νομολογία ήταν συγκλονιστική. Είναι σπάνιο το φαινόμενο, ακόμη και για απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, να συγκεντρώνει τόση συζήτηση και κριτική, όση αυτή.

Η απόφαση άπτεται του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, της θεωρίας των κεφαλαίων της δίκης, των ορίων της εφέσεως και της αντεφέσεως και της αρχής της διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, τα οποία απασχολούν διαρκώς, την άκοπη δικονομική σκέψη.

Ως γνωστόν, από το άρθρο 523 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 522 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αντέφεση ασκείται παραδεκτά εφόσον βρίσκεται στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με την άσκησή της, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται στο σύνολό της, στο Εφετείο, αλλά μόνο σε ό,τι τίθεται στο πλαίσιο της εφέσεως. Τούτο είναι συνεπές με τις αρχές της διαθέσεως και της συζητήσεως που διέπουν την πολιτική δίκη εκ των οποίων ο εκκαλών οριοθετεί με την έφεσή του, τα ζητήματα που μεταβιβάζονται για κρίση στον δεύτερο βαθμό.

Ειδικότερα, επί αγωγής αποζημίωσης / χρηματικής ικανοποίησης ηθικής βλάβης από αδικοπραξία (άρθ. 914, 932, 297 ΑΚ), αν ο εκκαλών με την έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως προς την υπαιτιότητα, μπορεί ο εφεσίβλητος να ασκήσει αντέφεση ως προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης για τις υλικές ζημίες όπως και της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, επειδή στο εκκληθέν κεφάλαιο της υπαιτιότητας περιλαμβάνονται και εκείνα της αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Δεν ισχύει όμως και το αντίστροφο, δηλαδή αν εκκαλείται μόνον το κεφάλαιο της αποζημίωσης και της χρηματικής ικανοποιήσεως, μόνον αυτό μεταβιβάζεται στο Εφετείο, όχι δε και το κεφάλαιο της υπαιτιότητας, γιατί το τελευταίο δεν συνέχεται με τα εν λόγω κεφάλαια.

Η παραπάνω απόφαση της πλήρους ολομέλειας έχει δεχθεί σημαντική κριτική, επειδή όπως γίνεται παγίως δεκτό, ο βαθμός υπαιτιότητας του προσβάλλοντος είναι μεταξύ των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης.

Όπως υποστηρίξαμε κατά τη δίκη εκείνη, αφού η ενδεχόμενη διάφορη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατ’ αποδοχή της έφεσης επί του ποσοτικού προσδιορισμού της αποζημιώσεως και της χρηματικής ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης, δεν επιδρά στο ζήτημα της υπαιτιότητας, αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο το οποίο συνέχεται μεν αλλ΄ όχι αναγκαστικώς (κατ’ αρθ. 523 ΚπολΔ) με το άλλο. Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι ο εφεσίβλητος μπορεί να θέσει το ζήτημα της υπαιτιότητας με αντίθετη έφεση, όπως θα μπορούσε να είχε κάνει και στην περίπτωση που τέθηκε ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας.

Τέλος, η ενδεχόμενη κρίση περί παραδεκτού της αντέφεσης για το θέμα υπαιτιότητας σε έφεση που αφορά μόνον τα ποσά της αποζημίωσης / χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκαν, θα έθετε σε αμφισβήτηση την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσεως του εκκαλούντος από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο χωρίς έφεση του εφεσιβλήτου, διευρύνοντας ανεπίτρεπτα το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως και τον ειδικό και παρεπόμενο χαρακτήρα της αντεφέσεως.

Αυτά και περισσότερα υποστηρίξαμε τότε, ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.  Πέντε έτη αργότερα, βλέπουμε ότι το θέμα παραμένει επίκαιρο στις επιστημονικές συζητήσεις σχετικά με το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Λόγω του υπερασπιστικού ρόλου μας στην υπόθεση που απετέλεσε την αφορμή εκδόσεως της σχολιαζόμενης απόφασης, αποφύγαμε τη συμμετοχή στις επιστημονικές συζητήσεις που ακολούθησαν.  Σήμερα, υποστηρίζουμε ακριβώς τα ίδια, υπέρ της ορθότητας της ΑΠ (Πλ.Ολομ.) 10/2015.

εώργιος Κων. Σάμπαλος, Δικηγόρος ΑΠ  / ΣτΕ,  ΕΚΠΑ, LLM (Edin), Med/Arb (CEDR)

Προς διευκόλυνση, παραθέτουμε ολόκληρο το κείμενο της απόφασης:

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΡΥΜΟΤΟΜΙΚΩΝ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΕΩΝ

Πρόταση  de lege ferenda, ενόψει του νέου σχεδίου νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τον εκσυγχρονισμό της πολεδομικής και χωροταξικής νομοθεσίας (2020) 

  1. Οι ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, ήτοι οι δεσμεύσεις ακινήτων διά των εγκεκριμένων χωροταξικών σχεδίων για τη δημιουργία κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για τους ιδιοκτήτες των βαρυνόμενων ακινήτων. Αποτελούν “νομικά βάρη” καθώς συνεπάγονται σοβαρή δέσμευση της ιδιοκτησίας, αφού σε περίπτωση που το βαρυνόμενο ακίνητο δεν είναι ήδη δομημένο ή άλλως πως αξιοποιημένο, αποστερούν τους ιδιοκτήτες τους, από κάθε σχεδόν χρήση και κάρπωση αυτών. Αποτελούν όμως βάρη και για τη δημόσια διοίκηση είτε κεντρική είτε τοπική, αφού η ρυμοτομική δέσμευση γίνεται δια τοπογραφικής αποτύπωσης των επιτρεπόμενων χρήσεων γης, δρόμων, πεζοδρόμων, κοινόχρηστων χώρων, κοινωφελών χώρων κλπ. που θα ισχύουν όταν εφαρμοστεί το σχέδιο πόλεως και συντελεστούν οι ως άνω ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις κατόπιν πλήρους αποζημίωσης των ιδιοκτητών των βαρυνόμενων ακινήτων. Η ως άνω κανονιστική αρμοδιότητα της διοίκησης, συνιστά το πρώτο βήμα στη διαδικασία εφαρμογής του σχεδίου πόλεως κατά τον ν.1337/1983 και, βέβαια, δεν εξασφαλίζει στους αρμόδιους για την υλοποίηση του σχεδίου φορείς, τους οικονομικούς πόρους για την ολοκλήρωση της διαδικασίας και τη συντέλεση των απαλλοτριώσεων. Ως εκ τούτου, οι ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις αποτελούν βάρη που διαρκούν επί έτη και, υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο, συνεχίζουν να επιβαρύνουν όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές μέχρι τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης και πλήρη αποζημίωση των ιδιοκτητών ή την άρση της απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με όσα παρατίθενται στη συνέχεια.

  2. Οι ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις διέπονται από πλήθος διατάξεων / νομοθετημάτων, εκ των οποίων οι βασικότερες είναι οι εξής: Σύνταγμα αρθ.17 περί προστασίας της ιδιοκτησίας και στερήσεως αυτής μόνο για δημόσια ωφέλεια και εφόσον έχει προηγηθεί πλήρης αποζημίωση των ιδιοκτητών. Ν. 1337/1983, "περί επέκτασης των Πολεοδομικών σχεδίων κλπ", ιδίως τα άρθρα 8 και 12 σχετικά με τη διαδικασία της πράξεως εφαρμογής. Π.Ν.Π. της 1.12.2001 (ΦΕΚ Α` 288/2001) κυρωθείσα με το άρθρο πρώτο του ν. 2990/2002 (ΦΕΚ Α` 30/21.2.2002), περί ορισμού του δικαστηρίου του άρθρου 11 παράγραφος 4 του ΚΑΑΑ ως αρμόδιου να αποφαίνεται ανεκκλήτως για διαφορές από ατομικές πράξεις διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρουμένων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών. Κώδικας Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων (ΚΑΑΑ) όπως κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 (Α΄17/2001) και ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του. Στο αρθ. 11 ΚΑΑΑ, όπως έχει τροποποιηθεί με τους νόμους 3986/2011 (Α' 152/1.7.2011), 4024/2011 (Α' 226/27.10.2011), 4024/2011 (Α' 226/27.10.2011), 4070/2012 (Α' 82/10.4.2012) και 4530/2018 (Α' 59/30/03/2018) και ισχύει, για την αποδέσμευση των ακινήτων από μη συντελεσμένες απαλλοτριώσεις που τα βαρύνουν, προβλέπονται οι ακόλουθοι τρόποι: (α) Οικειοθελής ανάκληση της απαλλοτρίωσης από τον φορέα που την κήρυξε (ΚΑΑΑ 11§1). (β) Υποχρεωτική ανάκληση εφόσον δεν ασκηθεί αίτηση για τον δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης ή δεν καθορισθεί αυτή εξωδίκως εντός τεσσάρων ετών από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης (ΚΑΑΑ 11§2). (γ) Αυτοδίκαιη άρση εάν δεν συντελεστεί μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης προσωρινού ή οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης (ΚΑΑΑ 11§3) (δ) Δικαστική άρση κατόπιν ανέκκλητης απόφασης του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το απαλλοτριωμένο ακίνητο, με την οποία ακυρώνεται η πράξη ή παράλειψη της διοίκησης να άρει την μη συντελεσμένη ρυμοτομική απαλλοτρίωση και βεβαιώνεται η αυτοδίκαιη ή υποχρεωτικώς επελθούσα άρση της απαλλοτρίωσης (ΚΑΑΑ 11§4). Ν. 4067/2012. αρθ. 32, περί της διαδικασίας τροποποίησης του σχεδίου πόλεως κατ’ εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων περί άρσης των πολεοδομικών απαλλοτριώσεων.

  3. Από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προβλέπεται αυτοδίκαιη ανάκληση των πολεοδομικών / ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την άπρακτη πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος από την κήρυξή τους. Και αυτές, όμως, οι απαλλοτριώσεις εφόσον διατηρούνται χωρίς να πραγματοποιείται η συντέλεσή τους σύμφωνα με τον νόμο, επί μακρό χρονικό διάστημα, το οποίο, υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες, που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει τα, κατά την κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου, εύλογα όρια, αποτελούν νομικό και οικονομικό βάρος της ιδιοκτησίας, το οποίο είναι αντίθετο προς την συνταγματική προστασία της. Επομένως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ανακύπτει υποχρέωση της διοικήσεως να άρει το ρυμοτομικό βάρος. Η υποχρέωση αυτή δεν αίρεται από το γεγονός ότι για την άρση απαιτείται η τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, για την οποία ο νόμος προβλέπει την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, διότι η τροποποίηση με σκοπό την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, επιβάλλεται κατά τα προαναφερθέντα, για λόγους προστασίας του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος της ιδιοκτησίας (ενδεικτικά ΣτΕ 469/2009, 2084/2006, 2891/2004, 3269/2003, 2314/2000).

  4. Το εύλογο ή μη του χρόνου δέσμευσης του ακινήτου, κρίνεται βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων κάθε περίπτωσης. Έχει κριθεί ότι υπερβαίνει τα εύλογα όρια η πολεοδομική δέσμευση ενός ακινήτου, χωρίς πρόοδο της διαδικασίας συντέλεσης της απαλλοτρίωσης, για χρόνο έξι ετών, όμως το κριτήριο δεν είναι μόνον ποσοτικό αλλά λαμβάνονται υπόψη και οι λοιπές, ειδικές περιστάσεις. Για να δείξουμε το πρόβλημα στις σωστές διαστάσεις του, σημειώνουμε ότι συχνά, εμφανίζονται ενώπιον των δικαστηρίων, περιπτώσεις πολεοδομικών δεσμεύσεων που διατηρούνταν για πάνω από 50 έτη! Ο προσδιορισμός της συζήτησης των σχετικών υποθέσεων στα αρμόδια δικαστήρια γίνεται συνήθως μετά από 2-3 έτη από την κατάθεση του σχετικού δικογράφου και η απόφαση εκδίδεται εντός ενός έτους από τη συζήτησή της προσφυγής. Αν, όπως σε κάποιες περιπτώσεις, ακολουθήσει αίτηση αναιρέσεως της θετικής για τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, αποφάσεως που θα εκδοθεί, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφαίνεται εντός 2 περίπου ετών από την κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως. Τούτο σημαίνει ότι μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου 5-6 τουλάχιστον ετών από την ρυμοτομική απαλλοτρίωση μέχρι την άσκηση της δικαστικής προσφυγής, χρειάζονται 5-6 επιπλέον έτη για την έκδοση αμετάκλητης απόφασης περί της άρσεως της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης. Συνεπώς, σε όλες τις περιπτώσεις άρσεως μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, απαιτούνται κατ’ ελάχιστον 10-12 έτη από την πολεοδομική δέσμευση του ακινήτου μέχρι την παραπομπή των υποθέσεων στη διοίκηση για την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν περί της άρσεως αυτών.

  5. Όμως, ούτε μετά την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως του δικαστηρίου σύμφωνα με τα παραπάνω, αποδεσμεύεται το ακίνητο, αφού για να γίνει κάτι τέτοιο, ακολουθεί τροποποίηση του σχεδίου πόλεως κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο αρθ. 32 ν. 4067/2012: Οι ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες, ακόμη και αν ταυτίζονται με αυτούς που αναφέρονται στις ως άνω δικαστικές αποφάσεις, υποχρεούνται να προσκομίσουν στις υπηρεσίες της περιφέρειας ή της κεντρικής διοίκησης, κατάλογο από πλείστα όσα, δαπανηρά δικαιολογητικά, όπως τίτλους ιδιοκτησίας, πιστοποιητικά, πρόσφατα τοπογραφικά διαγράμματα, τεχνικές εκθέσεις και προτάσεις για την τροποποίηση του σχεδίου πόλεως κατ’ εφαρμογή της δικαστικής απόφασης, χωρίς η διοίκηση (κεντρική ή τοπική αυτοδιοίκηση) να δεσμεύεται για την αποδοχή τους. Κατά τη γνώμη μας, η σχετική διαδικασία τυγχάνει αντισυνταγματική, αφού θέτει υπό όρους, προϋποθέσεις, ιδιωτικές ενέργειες και ιδιωτικές δαπάνες, την επιτασσόμενη από το Σύνταγμα, υποχρέωση εκτέλεσης των ανέκκλητων δικαστικών αποφάσεων, από το Δημόσιο και τους ΟΤΑ. Επιπλέον, όμως, η σχετική διαδικασία έχει τιμωρητικό χαρακτήρα ή τέτοιο αποτέλεσμα για τον ιδιοκτήτη αφού, παρά την επί μακρόν δέσμευση του ακινήτου του και το διατακτικό της δικαστικής απόφασης ή των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σύμφωνα με τα παραπάνω και τον δικαιώνουν, μετακυλίει το βάρος της πρότασης και της διαδικασίας τροποποίησης του σχεδίου στον βαρυνόμενο ιδιοκτήτη, ο οποίος, κατά κανόνα, δεν έχει τους πόρους, τα μέσα και τη γνώση που απαιτούνται για να υποβάλει τέτοιες προτάσεις, τη στιγμή που μάλιστα, οι σχετικές προτάσεις δεν είναι δεσμευτικές για τη διοίκηση! Αυτά είναι πλέον γνωστά ή και αυτονόητα, ώστε οι σχετικές ρυθμίσεις προφανώς δεν ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες δίκαιης και αποτελεσματικής ρύθμισης των τιθέμενων ζητημάτων και σεβασμού στις αποφάσεις των δικαστηρίων και για αυτό χρειάζονται μεταρρύθμιση.

  6. Οι κοινές απαλλοτριώσεις για δημόσια ωφέλεια, κηρύσσονται κατόπιν πρόβλεψης της σχετικής δαπάνης, συνεχίζονται με τον δικαστικό καθορισμό της αποζημίωσης των ιδιοκτητών των βαρυνόμενων ακινήτων (διαδικασία αναγνώρισης δικαιούχων και καθορισμού της προσωρινής και οριστικής αποζημίωσής τους) και ολοκληρώνονται με την παρακατάθεση της πλήρους αποζημίωσης των βαρυνόμενων ιδιοκτητών στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Αντίθετα, οι ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις κηρύσσονται με τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος εγκρίσεως του σχεδίου πόλεως, συνεχίζονται με την, υποβολή δηλώσεων ιδιοκτησίας από όλους τους ιδιοκτήτες της υπό ένταξη περιοχής, με την σύνταξη και κύρωση πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης (η οποία πάλι αφορά όλα τα ακίνητα της πολεοδομικής ενότητας ή ενοτήτων που περιλαμβάνονται στο πολεοδομικό σχέδιο) και, μετά ταύτα, ακολουθούν ο δικαστικός καθορισμός της αξίας και των δικαιούχων αποζημίωσης σε χρήμα και η συντέλεση της ρυμοτομικής απαλλοτριώσεως. Αν και, λοιπόν, ο σκοπός και το αποτέλεσμα των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων για τους ωφελούμενους και τους βαρυνόμενους ιδιοκτήτες, είναι το ίδιο ή ευθέως ανάλογο με αυτό που συμβαίνει στις κοινές απαλλοτριώσεις, δεν συμβαίνει το ίδιο με την διαδικασία που ακολουθείται για τη συντέλεσή τους. Πράγματι, μέχρι την κύρωση της πράξης εφαρμογής, συνήθως περνούν αρκετά έτη ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, το στάδιο αυτό μένει ανολοκλήρωτο ελλείψει πόρων για την εκπόνηση και ολοκλήρωση των σχετικών μελετών - εξ ου και η διαδικασία για την άρση των απαλλοτριώσεων, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν ανωτέρω.

  7. Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση μπορεί να ξεκινήσει από την εξάλειψη της αιτίας του κακού, δηλαδή την έλλειψη χρηματοδότησης για την ταχεία εφαρμογή των πολεοδομικών μελετών και συντέλεση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων: Ως πρώτο, λοιπόν, σημείο βελτίωσης της κατάστασης προτείνεται, στο προεδρικό διάταγμα περί εγκρίσεως του χωροταξικού σχεδίου με το οποίο προοβλέπονται ρυμοτομικές απαλλοτριώσεις, να περιλαμβάνονται υποχρεωτικά και (α) εγκρίσεις των δαπανών που απαιτούνται για την υλοποίηση των σχετικών μελετών, (β) χρονοδιάγραμμα των απαιτούμενων ενεργειών και (γ) καθορισμός του αρμόδιου φορέα για την υλοποίησή τους.

  8. Κατά δεύτερον, για λόγους ισότητας στην αντιμετώπιση των περιπτώσεων και αποτελεσματικότητας της προβλεπόμενης διαδικασίας, προτείνεται η μεταχείριση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων μετά την πάροδο του ευλόγου χρόνου για τη συντέλεσή τους, να είναι απολύτως ίδια με αυτή των κοινών απαλλοτριώσεων. Ειδικότερα, μετά την δημοσίευση της ανέκκλητης απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος δέσμευσης της ιδιοκτησίας από την κήρυξη της απαλλοτρίωσης, να ακολουθεί υποχρεωτικά, αίτηση δικαστικού καθορισμού της αποζημίωσης και παρακατάθεση αυτής υπέρ των δικαιούχων. Τούτο συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος φορέας υπέρ ου η ρυμοτομική απαλλοτρίωση θα χάνει το δικαίωμα αποζημίωσης σε γη των ιδιοκτητών των βαρυνόμενων ακινήτων που θα είχε αν ολοκλήρωνε τη διαδικασία της πράξεως εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδίου. Η ως άνω αυτόματη σε τέτοιες περιπτώσεις, απώλεια του δικαιώματος του φορέα να αποζημιώσει σε γη, δικαιολογείται αφού, κατά πρώτον, είναι προφανές ότι ο υπέρ ου φορέας δεν είχε τη δυνατότητα ή το ενδιαφέρον προς τούτο (αλλιώς θα το είχε πράξει), κατά δεύτερον, επειδή το δημόσιο συμφέρον ολοκλήρωσης της απαλλοτρίωσης συνεχίζει να υφίσταται, κατά τρίτον, επειδή δεν θα χάνεται άλλος χρόνος για την αποζημίωση των θιγόμενων ιδιοκτητών και κατά τέταρτον και κυριότερον, επειδή δεν θα χάνονται κοινόχρηστοι χώροι ούτε θα υπάρχει ανάγκη τροποποιήσεων των πολεοδομικών σχεδίων κατά την ως άνω, προβληματική νομικά και ουσιαστικά, διαδικασία που προβλέπεται στον ν. 4067/2012.

  9. Προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και κλείσιμο των σχετικών, μακροχρόνιων εκκρεμοτήτων, στο προτεινόμενο, νέο καθεστώς μπορούν να υπαχθούν και όλες οι περιπτώσεις ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων που έχουν αρθεί κατόπιν δικαστικών αποφάσεων λόγω παρέλευσης του ευλόγου χρόνου από την κήρυξή τους, για τις οποίες εκκρεμούν τροποποιήσεις εγκεκριμένων χωροταξικών σχεδίων εις εκτέλεση των σχετικών δικαστικών αποφάσεων. Για να μην παραβλάπτεται το δικαίωμα των ιδιοκτητών υπέρ των οποίων έχουν εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις περί άρσεως των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, στην εκτέλεση των αποφάσεων αυτών, θα ήταν δόκιμο η υπαγωγή των σχετικών περιπτώσεων, στο νέο καθεστώς, να γίνεται οικειοθελώς.

Αθήνα, Μάιος 2020

εώργιος Κων. Σάμπαλος, Δικηγόρος ΑΠ  / ΣτΕ,  ΕΚΠΑ, LLM (Edin), Med/Arb (CEDR) Tζαβέλα 1 Aθήνα 10681 τηλ.210 330 0806 fax.210 330 2222, g.sabalos@sabalos.gr